- επικώμιος
- ἐπικώμιος, -α, -ον (Α) [επίκωμος]1. εγκωμιαστικός2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπικώμιατα εγκώμια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπικώμιος — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικωμίαν — ἐπικωμίᾱν , ἐπικώμιος of fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικώμια — ἐπικώμιον neut nom/voc/acc pl ἐπικώμιος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)